Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Θεακρίνος: Ρινόκερος

Έχουμε μια παραπλανητική εικόνα για το θέατρο του Παραλόγου. Τα έργα του θεάτρου του Παραλόγου, χωρίς να έχω εντρυφήσει αρκετά σ' αυτό, δεν έχουν δεδομένες χωρο-χρονικές συνθήκες αλλά δεν είναι αυτό που τα κάνει “παράλογα”. Οι άνθρωποι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, πάσχουμε από την ασθένεια της λογικής, γνωστή σε όλους μας... λογική! Θέλουμε όλα να έχουν μια τέλεια, ορθή και αδιάψευστη λογική εξήγηση. Γίναμε πολλαπλά μονοδιάστατοι τύποι... Και η Λογική είναι επιστήμη -πια. Έτσι και στο θέατρο: θέλουμε να κατανοούμε μέχρι αηδίας. Κανείς όμως δεν παραπονέθηκε για τον λόγο του Σωκράτη στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, ρωτώντας πως μπορούμε να ξεχωρίσουμε το θηλυκό και αρσενικό πουλί αφού το πουλί (η λέξη) είναι ουδέτερο. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με την συζήτηση του επαγγελματία ορθολογιστή και του γηραιού κυρίου, δεν υπάρχει (κα)μια λογική εξήγηση. 


Όταν εμφανίζεται ο πρώτος Ρινόκερος ο Μπερανζέ δηλώνει... περίτρανα ότι σήκωσε σκόνη. Κύπρος. Μετά εμφανίζεται ο δεύτερος, δυσπιστία. Κύπρος. Κάποιοι την είδαν επαναστάτες -με ή χωρίς αιτία δεν έχει λόγο στο πρώτο μέρος του έργου- και προσπαθούν (μάταια;) να προκαλέσουν τους άλλους να ξεσηκωθούν. Κύπρος. Αναβλητικότητα. Κύπρος. Είναι μάταιο να μην κάνει κανείς τις συνδέσεις και αυτό γιατί το έργο ανήκει στην σχολή του Παραλόγου και δυστυχώς -για μας- τείνει να γίνει Κλασικό. Σε μια χώρα που επουλώνει ακόμα από τις πληγές ενός πολέμου, όπως οι πρώην-Ναζιστικές τότε, και οι πρώην-Σοβιετικές τώρα και όπως η Κύπρος του '74 και η Κύπρος του κουρέματος, τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Ο Δεύτερος, κατά κόσμον ο περιβόητος Βήτα, Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ιστορία του Ανθρωπίνου είδους. Σύμφωνα με κάποιους αυτός ο πόλεμος συνεχίστηκε, όπως ένας σεισμός ακολουθείται από μετασεισμούς. Βεβαίως αναφέρομαι στον Ψυχρό Πόλεμο. Παρένθεση 1: Η εισβολή του '74 πρέπει να θεωρείται έκφανση του Ψυχρού Πολέμου. Όπως και η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, η Κύπρος δεν είναι εξαίρεση του κανόνα και το κούρεμα είναι έκφανση ενός νέου -και πάλι άυλου- πολέμου της νέας γενιάς των νεο-Ρινόκερων, των γκρίζων κυρίων, των Τραπεζιτών (προσοχή, όχι των τραπεζιτικών). Και είναι ένα πράγμα να κατανοείς ένα φαινόμενο σαν τα παραπάνω και είναι πολύ διαφορετικό να το δικαιολογείς. Η κατανόηση μπορεί να οδηγήσει στην αντίσταση, αλλά η δικαιολόγηση ενός φαινόμενου σαν τον φασισμό ή την τραπεζοκρατία οδηγεί το λιγότερο στην ανοχή.

Είναι αδιανόητο εάν κάποιος δεν κάνει τις συγκρίσεις. Η δήλωση του Μπερναζέ, για τον Ρινόκερο, είναι ταυτόχρονα ΑΚΕΛική και Συναγερμική -τραγικότατη ειρωνεία. Οι μεν πρώτοι νομίζουν ότι αποφεύγουν τον κίνδυνο του αναδυόμενου φασισμού με το να τον αγνοούν και οι δεύτεροι, με βασιλιά τον Υπουργό Δικαιοσύνης, να μην βλέπουν καν τις επιθέσεις του ΕΛΑΜ (σ.σ. “Σύμφωνα με την πληροφόρηση που λαμβάνουμε από την Αστυνομία, δεν δύναται να τεκμηριωθεί η σύνδεση οποιασδήποτε οργάνωσης στην Κύπρο με ρατσιστική ή και ξενοφοβική δράση και δεν έχουν εξασφαλιστεί οποιαδήποτε στοιχεία μέχρι σήμερα που να καταδεικνύουν ότι, οι δραστηριότητες οποιασδήποτε οργάνωσης ή κινήματος προωθούν την ξενοφοβία και τον ρατσισμό ή διακατέχονται από άκρατο εθνικισμό” Ιωνάς Νικολάου, 17/09/2013)

Φυσικά όλα αυτά γίνονται στο πλαίσιο ενός και μόνο συστήματος, του Καπιταλισμού, βλπ. εργασιακό περιβάλλον στην δεύτερη πράξη του έργου. Ένας νέος δογματισμός, ο οποίος σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα έχει καμουφλαρισμένες ελευθερίες. Οι άνθρωποι σήμερα με τον Καπιταλισμό, ακόμα και σε μια προεδρευόμενη δημοκρατία, δεν είναι παρά μόνο ψήφοι, στατιστικά, ποσοστά, και η Δημοκρατία δεν είναι το αντίθετο της Ολιγαρχίας, αλλά η εξέλιξη της. Στο έργο όπως και στην ιστορία οι Ρινόκεροι ήταν οι περισσότεροι... αλλά αυτός ο κόσμος δεν έχει μόνο Ρινόκερους. “Απλά” οι Ρινόκεροι είναι η επικρατούσα τάση... Οι Ρινόκεροι είναι "προς το παρόν" της... μοδός. Είναι η κανονικότητα.

Ο Ιονέσκο ήταν γεννημένος στην Ρουμανία και μεγαλωμένος στην Γαλλία, και η κανονικότητα του αυτοσχολιάζεται στον μονόλογο του Μπερναζέ για την γλώσσα που μιλά. Βλέπετε στον Ρινόκερο ο Ιονέσκο καταπιάνεται με πολύπλευρα ζητήματα, δεν ασχολείται απλά με τον Φασισμό όπως λανθασμένα διαδίδεται. Παρένθεση 2: Ο Ελύτης μπροστά στον Ιονέσκο φαντάζει σωβινιστής... Ας συγκρίνουν οι μαθητές των σχολείων μας το απόσπασμα του Άξιον εστί του Ελύτη (“Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική”) και τον μονόλογο του Μπερναζέ από τον Ρινόκερο και θα δούμε ποιοι είναι δυνάμει Ρινόκεροι σήμερα. Θαύμασα Ιονέσκο με το έργο, γιατί παρά την τετράγωνη λογική που κουβαλώ κατάφερα να απαρνηθώ τις συμβάσεις και να δω τον ήρωα και τον συγγραφέα. Μπροστά στην αγανάκτηση, μπροστά στην επανάσταση ο ήρωας έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει πανικό! Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι αν αυτό το κατάφερε η σκηνοθεσία ή ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ο σκηνοθέτης έχει δει το έργο και το έχει μελετήσει, φαίνεται. Έχει εντρυφήσει σε κάθε θεωρητικό υπόβαθρο του κειμένου, ναι. Αλλά μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο έργο ίσως να ένιωσε και αυτός πανικό, όπως ο Μπερναζέ (Ανδρέας Τσουρής), όπως ο Ιονέσκο, όπως και εγώ, ο θεατής. Το πρώτο μέρος της παράστασης ήταν, ναι, υποστηριζόμενο από την σκηνοθεσία, το δεύτερο μέρος όχι και τόσο. Ακολουθήθηκε ένας ρεαλιστικός, μη-Ιονεσκικός, τρόπος σκηνοθεσίας στο δεύτερο μέρος με κορύφωση το... “κενό” του φινάλε. Το τέλος δεν με ικανοποίησε καθόλου, γιατί σκηνοθετικά φάνηκε η μη-επιλογή του ήρωα, λες και όλα ήταν προδιαγεγραμμένα. Όσο Ιονεσκικό ήταν το πρώτο μέρος τόσο αναμενόμενο ήταν το δεύτερο...


Αυτή η “κυριολεκτική” σκηνοθεσία ακολουθήθηκε -δυστυχώς;- από ένα κυριολεκτικό σκηνικό... Από την άλλη -ευτυχώς- το σκηνικό δεν εξυπηρέτησε την λογική. Το καφενείο δεν ήταν καφενείο στην δεύτερη και τρίτη πράξη. Οι είσοδοι δεν ήταν πάντα είσοδοι κ.ά. Τα κινούμενα μέρη του σκηνικού και τα κοστούμια από την άλλη ήταν μια εύθυμη νότα παράλογου. Και οι μάσκες θα μπορούσαν να λείπουν... γιατί ο Ρινόκερος δεν είναι παρά μόνο ένα σύμβολο, ο Χίτλερ δεν ήταν γκρίζος, δεν ήταν ζώο, είχε κι αυτός την μορφή ενός “κανονικού” ανθρώπου. Όμως ο σκηνοθέτης το πήρε κυριολεκτικά κι αυτό, έτσι δεν διστάζει να εμφανίσει έναν ολόκληρο Ρινόκερο επί σκηνής με την κυρία Μπεφ (Άννα Γιαγκιώζη) – εξαιρετική στιγμή παρεμπιπτόντως.

Υποκριτικά η σκηνή μεταμόρφωσης του Ντυτάρ (Νεοκλής Νεοκλέους) ήταν πιο γεμάτη -υποκριτικά- και λιγότερο σκηνοθετημένη από την -απογοητευτική- σκηνή της Νταίζη (Μαργαρίτα Ζαχαρίου) ενώ η σκηνή μεταμόρφωσης του Ζαν (Φίλιππος Σοφιανός) ήταν ναι μεν βίαια αλλά με έναν ενδιαφέροντα καλπάζοντα ρυθμό. Ο πανικός του Μπερναζέ (Ανδρέας Τσουρής) στο τέλος ήταν απαλλαγμένος από μανιερισμούς και ειδικά στο φινάλε ο ηθοποιός μας “χάρισε” μια σπάνια ερμηνεία. Κωμικότητα έδωσαν άκοπα ο καθόλου-Γηραιός Βαλεντίνος Κόκκινος, η Άννα Γιαγκιώζη ως κυρία Μπεφ και Καφετζού, η νοικοκυρά... Προκόπης Αγαθοκλέους και η “περαστική” Μιχαέλλα Σιάτη.

Ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Χρίστος Σιοπαχάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Στέφανος Αθηαινίτης
Μουσική: Ανδρέας Μουστούκης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Σταύρος Τάρταρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μιχαέλλα Σιάτη
Βοηθός Σκηνογράφου: Αργύρης Αργυρίδης
Ειδικές Κατασκευές: Χριστόφορος Χρίστου

Εμηνεύουν:
Ανδρέας Τσουρής, Φίλιππος Σοφιανός, Νεοκλής Νεοκλέους, Μαργαρίτα Ζαχαρίου, Προκόπης Αγαθοκλέους, Άννα Γιαγκιώζη, Βαλεντίνος Κόκκινος, Μιχαέλλα Σιάτη.

ΥΓ. Ευχαριστώ την Μαρία Σ. για τις διορθώσεις