Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Θεακρίνος: La Belote

Συνήθως όταν γράφω τα... δικά μου ξεκινώ με την υπόθεση του έργου, τον συγγραφέα, με κάτι εξω-κειμενικό, εξω-θεατρικό. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχω να πω προλογικά μιας και το έργο είναι πρωτότυπο. Δεν έχω δει άλλα έργα του Αντώνη Γεωργίου, συγγραφέα του La Belote, και όταν το εν λόγω έργο παρουσιάστηκε σε μορφή αναλογίου στο PLAY δεν έτυχε να το δω. 
 

Και τώρα στο ψητό. Ωμά. Όπως ωμό είναι το κείμενο. Ιδιότητα του κειμένου που μεταφέρθηκε στην σκηνή ως πραγματικότητα... Ναι, αυτή είναι η Κύπρος, ναι, αυτή είναι η κοινωνία και ναι, αυτοί είμαστε εμείς. Μια παρέα συναντιέται για να παίξει χαρτιά, πιλότα συγκεκριμένα, γαλλιστί belote. Ναι, μιλάμε για ένα παιχνίδι χαρτιών που ακούγεται κυπριακό έως και χωριάτικο αλλά τελικά είναι ένα εξευγενισμένο παιχνίδι εξ Ευρώπης, ειδική μνεία στο Παρίσι παρακαλώ.

Ακούγεται “ανάλαφρο” όλο αυτό αλλά δεν είναι. Η παρέα συναντιέται και 12 χρόνια μετά... Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα, αναρωτιέται κανείς. Εδώ, τα τελευταία δυο χρόνια έχουν αλλάξει τόσα πολλά, σκεφτείτε μια ντουζίνα χρόνια πως μας έχουν κάνει. Συνειδητοποίηση. Αν έπρεπε να περιγράψω με μια λέξη την παράσταση, θα έλεγα συνειδητοποίηση. Και θεωρητικά και πρακτικά. Όταν έσπασε η φούσκα του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) ήμουν παιδί, πολύ παιδί, αλλά ξέρω πως αυτή η φούσκα έσπασε τα μούτρα πολλών ανθρώπων ενώ άλλοι την ίδια ώρα έμειναν αλώβητοι και η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Ναι το έργο είναι και πολιτικό. Το 'λεγε ο Αριστοτέλης, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, αλλά τί ξέρουμε εμείς στην Κύπρο για τον Αριστοτέλη; Το έργο είναι επιπλέον φιλοσοφικό, όπως και η πολιτική είναι θέμα φιλοσοφικό. Ποιες είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου; Ποια είναι τα όρια του ανθρώπου; Ένας καθηγητής φιλοσοφίας θυμάμαι μας έλεγε πως δεν είναι δουλειά της φιλοσοφίας να απαντά ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα οφείλουν να μείνουν αναπάντητα. Ποια είναι η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την απληστία από την επιθυμία;

Τότε, με την φούσκα του Χρηματιστηρίου, αλλά και τώρα, με την κρίση και τα μοδάτα κουρέματα, αναρωτιόμαστε όσο ποτέ άλλοτε φιλοσοφικά και εγκλωβιζόμαστε στην παραφιλολογία της κρίσης και των τόσο ειδικών οικονομολόγων -με ή χωρίς Νόμπελ το ίδιο πράγμα. Σήμερα σκεφτόμαστε πως ο άνθρωπος είναι άπληστο ον και ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε γιατί φταίμε -άκουσον!- όλοι. Αστείο. Ή τραγικό.

Υπάρχει όμως “η ώρα που σπάζει το πλάσμαν” όπως λέει και στο κείμενο. Αυτή η ώρα ήταν καθοριστική, γιατί σε εκείνη την ώρα γράφτηκε το έργο. Το ευρηματικότατο έργο του Αντώνη Γεωργίου είναι mind-blowing, που λένε και στο χωριό μου. Όλοι είμαστε τελικά εν δυνάμει... άνθρωποι! Τα όνειρα που είχε η γενιά πριν το ΧΑΚ τώρα είναι σκουπίδια, τα όνειρα που έκανε η γενιά μου πριν το κούρεμα είναι και πάλι σκουπιδια. Τίποτα δεν είναι δεδομένο... Και εμείς το μάθαμε με τον σκληρό τρόπο: τα λεφτά δεν είναι δεδομένα. Ούτε οι σχέσεις, ούτε οι φιλίες, ούτε η θάλασσα (βλπ. σκηνικό). Κι όμως, ο μέσος Κύπριος μπορεί να γουστάρει το Παρίσι, όπως ένας χαρακτήρας του έργου, χωρίς καν να πάει! Αλλά για την Κύπρο δεν σκέφτεται έτσι.

Η σκηνοθεσία ήταν ακριβής. Δεν υπήρχε τίποτα μετέωρο, όλα εξηγημένα (μετά ο θεατής θα αναλογιστεί, με παρέα ή μόνος). Εξαιρετική και η χρήση του μήλου, του αρχετυπικού συμβόλου ηθικής, άλλοτε γυαλιστερό και φρέσκο κι άλλοτε σκουληκιασμένο... Τα σκηνικά ήταν εύστοχα. Αυτό το τραπέζι, αυτές τις καρέκλες όλοι τα έχουμε ξαναδεί, αλλά δεν τα είδαμε έτσι. Το χώμα στο πάτωμα και ο τοίχος, που μόνο τοίχος δεν ήταν τελικά, ήταν οι εικαστικές πινελιές που έδωσαν κι άλλο βάθος -στην εικόνα ναι- στο έργο καθεαυτό. Η μουσική χωρίς να υπερβαίνει το μέτρο, χωρίς να ενοχλεί, συγχρονίζει την όραση και την ακοή στην κατανόηση του έργου.

Υποκριτικά τώρα. Κάποιους από τους ηθοποιούς τους έχουμε ξαναδεί, σε κάτι άλλο, σε κάτι παρόμοιο ίσως... αλλά ήταν σαν να τους βλέπαμε σαν ηθοποιούς για πρώτη φορά. Φαντάζομαι αυτό οφείλεται εν μέρει και στον σκηνοθέτη αλλά οι ίδιοι ξέχασαν καλούπια, ξέχασαν τι συνήθιζαν να κάνουν, δεν έδωσαν έμφαση στις αδυναμίες τους και απλώθηκαν στην σκηνή. Μεγάλο κατόρθωμα! Οι ομαδικές σκηνές ήταν άρτια δουλεμένες με την σκηνή αναπαράστασης του τηλεφωνήματος να σε αφήνει με το στόμα ανοικτό.


Μια εξαιρετικά καλή δουλειά! Μπράβο!

Ταυτότητα παράστασης:
Συγγραφέας: Αντώνης Γεωργίου
Σκηνοθεσία: Ευριπίδης Δίκαιος
Σκηνικά / Κοστούμια: Γιώργος Γιάννου
Πρωτότυπη μουσική / Σχεδιασμός ήχου: Γιώργος Κολιάς
Φωτισμοί: Ευριπιδης Δίκαιος

Ερμηνεύουν: Νικόλας Αρκαδίου, Ζαχαρίας Ιορδανίδης, Μάριος Κακουλλή, Χρίστος Κωνσταντινίδης, Μαρία Παπακώστα & Μάριος Στυλιανού

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Γράμμα στην Δ.


Τα πράγματα έχουν ως εξής. Είμαι κουρασμένος ψυχολογικά, την σωματική κούραση να την χέσω. Μακάρι τα προβλήματά μας να 'ταν μόνο σωματικά.

Πάμε σε δουλειές που δεν θέλουμε, σχολές που δεν γουστάρουμε, καφεστιατόρια που δεν μας αρέσουνε... Είμαστε κενοί;

Γιατί δεν κάνουμε την ζωή μας ευκολότερη ήθελα να 'ξερα, έτσι θα 'ταν και οι ζωές των άλλων ευκολότερες. Τώρα μόνο παράπονα, τώρα μόνο προβλήματα, και η ζωή συνεχίζεται...

Αναρωτιόμουν αν η ζωή έχει βαθύτερα νοήματα, αλλά αν δεν βρήκαμε το πιο απλό νόημα, τι να τα κάνω τα βαθύτερα, όχι πες μου!

Άλλος κι εσύ. Δεν μιλάς. Μια μύγα στην μάζα και μπορεί να το χαίρεσαι κιόλας. Όχι δεν θέλω να υποφέρεις, κανείς νοήμων άνθρωπος δεν υποφέρει τυχαία και κανείς νοήμων δεν θέλει τους άλλους να υποφέρουν. Είναι τελικά πολλά τα πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε και ακόμη περισσότερα αυτά που δεν κάνουμε τον κόπο να καταλάβουμε.

Κοίτα, δεν ζητώ κατανόηση, ζητώ να γίνουμε ξανά άνθρωποι... όχι ανθρωπάκια, άνθρωποι...

Το φεγγάρι έφτασε στη μέση τ' ουρανού κι εμείς ακόμα κοιτάμε το ηλιοβασίλεμα.

Γεια σου αγαπημένε,
ίσως σε μια άλλη πρεμιέρα μιας σκέψης να τα πούμε.

Εγκαρδίως,
Ω.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Θεακρίνος: Το Τρίτο Στεφάνι

Ποιός να μας το λεγε... Το 1963 ένας νεαρός συγγραφέας, μετά τις απανωτές απορρίψεις από εκδοτικούς οίκους, πληρώνει όλα τα έξοδα έκδοσης ενός δικού του έργου. Για τα πρώτα χρόνια κανείς δεν φαίνεται να το συμπάθησε, ούτε κριτικοί, ούτε φιλόλογοι και επομένως ούτε το κοινό. Στα χρόνια της Δικτατορίας όμως αυτό το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία... το 1972 ένας εκδοτικός οίκος αναλαμβάνει την επανέκδοση του. Από τότε ακούστηκε από το ραδιόφωνο, ειδώθηκε από την τηλεόραση και ανέβηκε στο θέατρο, δις στην Ελλάδα. 


Σε λιγότερο από τριακόσιες σελίδες αυτός ο συγγραφέας καταφέρνει να κάνει τόσες υπερβάσεις όσο κανείς άλλος μέχρι τότε (ή και τώρα). Ο Κώστας Ταχτσής είναι ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς λογοτέχνες της Ελλάδας. Το Τρίτο Στεφάνι είναι ένα έργο βαθιά συμβολικό αλλά επί της ουσίας απλό! Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε μερικές από τις υπερβάσεις του για να δούμε αν αυτές ακολουθήθηκαν στο ανέβασμα της παράστασης του έργου.

Ο λόγος. Ο Ταχτσής αποποιείται την δήθεν λογοτεχνικότητα της γλώσσας. Δεν αρέσκεται στην καθαρεύουσα, ακόμα και εμείς σήμερα νομίζουμε ότι με το να χρησιμοποιήσουμε έναν περίπλοκο τύπο ενός ρήματος θεωρούμε ότι ομιλούμεν υψηλώς. Αυτό το ελληνικό... μπαρόκ ο Ταχτσής το χρησιμοποιεί μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις (δικηγόροι, αστυφύλακας κ.ά.). Δεν είναι όμως μόνο οι διάλογοι των ηρώων του στην ομιλουμένη Κοινή αλλά και η αφήγηση. Εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης. Δεν θέλει να “καλλιγραφεί” αλλά ούτε να προχειρολογεί. Η γλώσσα του δεν είναι καθημερινή, δεν είναι απλή απομαγνητοφώνηση.

Το ψυχογράφημα. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας ήταν βαθιά φιλοσοφημένος και εξηγημένος, ντούρος και τύπος ελεύθερος. Έτσι και οι βασικοί του χαρακτήρες, οι γυναίκες που του χάραξαν την ζωή, η Νίνα και η Εκάβη. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι άνθρωποι που υπήρξαν, όχι αυτοβιογραφικά -και αυτό δεν πρέπει να μας αφορά- αλλά θεωρητικά. Οι “τύποι” ανθρώπων στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχουν μέχρι σήμερα, υπάρχουν εκεί έξω, τους έχουμε ξαναδεί, είναι οικείοι.

Τολμηρότητα. Συνδυάζοντας τα όσα έχω γράψει πιο πάνω αναδύεται η τολμηρότητα του Ταχτσή. Ο συγγραφέας ουδέποτε ήθελε να ευχαριστήσει τους φιλολόγους και τους κριτικούς της εποχής του, δεν τον ενδιέφεραν αυτά. Βγαίνει εκτός “κανόνα” και δημιουργεί. Είναι ένας Καλλιτέχνης με κεφαλαίο Κ, κάτι που για την εποχή του δεν ήταν δεδομένο. Τι το γλωσσικό ζήτημα, τι τα εθνικά προβλήματα, τι το ένα τι το άλλο... ο Ταχτσής όμως κάνει Λογοτεχνία, κάνει Τέχνη. Περιγράφει την Ελλάδα μεταπολεμικά, την κοινωνία, την ζωή και ταυτόχρονα την εξιδανικεύει! Απίστευτο. Τολμά και δεν το κοροϊδεύει, παρά το καυστικό του χιούμορ.


Όλα αυτά λήφθηκαν υπόψη κατά τη δημιουργία της παράστασης. Ως προς την δραματοποίηση ακολουθήθηκε πιστά το κείμενο, ο καθημερινός λόγος παρέμεινε ζωντανός. Φυσικά το δεύτερο μέρος ήταν λιγότερο... συναισθηματικό από το πρώτο, το δεύτερο μέρος υστερούσε ως προς τη δομή του αλλά δεν του έλειπαν τα συναισθήματα και οι κορυφώσεις. Ο αφηγηματικός λόγος κράτησε το ενδιαφέρον του κοινού και επέτρεψε στους ηθοποιούς επί σκηνής να δημιουργήσουν κάτι ξεχωριστό. Και το καλύτερο απ' όλα, οι ατμόσφαιρες του έργου.

Τα σκηνικά -αχ αυτή η τεχνολογία- “εμφανίζονταν” μπροστά μας, όπως όταν διαβάζεις το βιβλίο έρχονται και φεύγουν εικόνες στο μυαλό σου. Το κοστούμια συμπλήρωναν το παζλ των εικόνων... Τα φώτα ήταν λες και ήταν φυσικά, λες και δεν υπήρχε ούτε ένας γλόμπος παραπάνω. Η μουσική ήταν παρούσα και φυσούσε, πονούσε, αγαπούσε και ένιωθε. Το σύνολο των ηθοποιών επί σκηνής, οι κινησιολογικές τους συνευρέσεις, έδωσαν βάθος και ουσία. Αξέχαστες οι εικόνες του καραβιού και του συσσιτίου! Σκηνικά, φωτισμοί, μουσική και το σύνολο των ηθοποιών δημιούργησαν ένα μαγνητισμό. Για αυτό μην ανησυχείτε για την διάρκεια, δεν θα το καταλάβετε καν.


Η σκηνοθεσία ήταν ακριβής. Το έργο σκηνοθετικά ήταν διαρθρωμένο σε δυο κόσμους -σύμπαντα- αυτόν της Εκάβης και αυτόν της Νίνας. Κάποτε αυτοί οι κόσμοι συναντώνται, κάποτε αυτοί οι κόσμοι συγκρούονται... Πως θα τα κατάφερνε όμως ο σκηνοθέτης αν δεν είχε δυο άριστες ηθοποιούς; Και όχι μόνο αυτές τις ηθοποιούς αλλά και όλους τους υπόλοιπους που δοκιμάστηκαν, τσαλακώθηκαν και ξεδιπλώθηκαν. Οι άνθρωποι δεν έχουν μόνο μια πλευρά, μας το δείχνουν οι ίδιοι σπάνια, μας το λέει ο Ταχτσής, μας το αποδεικνύει η ζωή. Κανείς δεν είναι καθωσπρέπει πάντα, όλοι έχουμε στιγμές τρέλας... Αυτό που κάνει ο Ταχτσής, να δείχνει την καλή και την κακή πλευρά των ανθρώπων, υπήρξε στη σκηνή. Κανείς δεν είναι ή καλός ή κακός, όλοι είμαστε και καλοί και κακοί, και όλοι έχουμε το δικαίωμα να ξεσπούμε που και που.

Θυμάμαι ακόμα την είσοδο του Ανδρέα Τσέλεπου στη σκηνή, πόσο γεμάτη... επίτηδες, πριν κλείσουν όλα τα φώτα, επίτηδες για να μην καταλάβουμε ποιος είναι, επίτηδες για να καταλάβουμε ότι ο Ταχτσής δεν είναι απλός. Ερμηνευτικά δεν έλειψαν οι εκπλήξεις... η Πολυξένη Σάββα στον ρόλο της υπηρέτριας, η Ερμίνα Κυριαζή ως η κουτσομπόλα πλην τίμια Ντόμνα, η άνετη Ελένη από την Κρίστυ Παπαδοπούλου, η χαμηλών τόνων Πολυξένη, Νιόβη Χαραλάμπους. Έχω ξεχωρίσει τους γυναικείους ρόλους, ίσως λόγω... Ταχτσή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ξεχώρισαν και άνδρες ηθοποιοί της παράστασης. Δεν μπορώ να μιλήσω πολύ για τις δυο πρωταγωνίστριες. Δεν θέλω να μαρτυρήσω τίποτα... Η Στέλα Φυρογένη ήταν τόσο απλή, λιτή, τόσο διαφορετική και ειλικρινής ως Νίνα που δεν χωράνε άλλα λόγια. Και η Αννίτα Σαντοριναίου... μια χειμαρρώδης Εκάβη, μια τεράστια Εκάβη, μια τεράστια Ελληνίδα. Τεράστια!

Θυμάμαι πήγα να δω μια φορά την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στο θέατρο, μόλις τελείωσε είπα “ωχ, έχω πολλές άγνωστες λέξεις, θα το διαβάσω ξανά”. Όταν τελείωσε το Τρίτο Στεφάνι στον ΘΟΚ είπα απλά... “θέλω κι άλλο”. Χωρίς να θέλω να υπερβάλλω, το Τρίτο Στεφάνι είναι μια από τις καλύτερες παραστάσεις του ΘΟΚ και μια από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων.

Υπέροχοι. Υπέροχο. Θέατρο.


Ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Δραματοποίηση: Σάββας Κυριακίδης
Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
Κοστούμια: Λάκης Γενεθλής
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Κινησιολογία: Λία Χαράκη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γεώργιος Κουκουμάς
Μουσική Επιμέλεια/Σύνθεση Ήχων: Γιώργος Κολιάς
Στίχοι τραγουδιού: Θοδωρής Γκόνης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάκης Μεζόπουλος
Βοηθός Σκηνογράφου: Θέλμα Κασουλίδου
Βοηθός Ενδυματολόγου: Νάταλυ Κυρμίζη
Κομμώσεις/Περούκες: Βίκυ Ευσταθίου

Ερμηνεύουν (με σειρά εμφάνισης):
Ανδρέας Τσέλεπος, Στέλα Φυρογένη, Ιωάννα Σιαφκάλη, Αντωνία Χαραλάμπους, Ηρόδοτος Μιλτιάδους, Θέα Χριστοδουλίδου, Σώτος Σταυράκης, Δημήτρης Αντωνίου, Ζωή Κυπριανού, Ντίνος Λύρας, Πολυξένη Σάββα, Αννίτα Σαντοριναίου, Λουκάς Ζήκος, Έλενα Δημητρίου, Κύνθια Παυλίδου, Χριστίνα Χριστόφια, Ερμίνα Κυριαζή, Παναγιώτης Λάρκου, Κρίστη Παπαδοπούλου, Νιόβη Χαραλάμπους, Γιώργος Κυριάκου.