Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Butterflies



Καθόμαστε στο εστιατόριο. Απέναντί μας ένα ζευγάρι νεαρών, μικροί, πρέπει να ‘ναι σχολιαρόπαιδα. Χαζογελάνε. Τους κοιτάω και γελώ μαζί του. Ψιτ παιδιά, οι πεταλούδες δεν ζούνε για πολύ, τους είπα μέσα στο χαμόγελο. Όχι. Οι πεταλούδες, τα ζωύφια εννοώ. Όχι τις πεταλούδες στο στομάχι. Αλίμονο αν είχατε αληθινές πεταλούδες στο στομάχι σας. Και πάλι… ούτε αυτές ζούνε πολύ. Ζούνε σε στιγμές μονάχα, λίγο τώρα, λίγο μετά. Οι πεταλούδες είστε εσείς.

Πετάξτε παιδιά, ζήστε! Λες και έχετε κι άλλη επιλογή. Ζήστε όπως και όσο θέλετε. Θα ‘ρθουν μέρες που δεν θα είστε καλά, κι αντί πεταλούδες θα νιώθετε σκουλήκια παντού μέσα σας, να σας τρώνε τα σωθικά. Είναι εντάξει όμως, φανταστικά είναι τα σκουλήκια όπως και οι πεταλούδες. Ακούστε με που σας λέω. Τι με κοιτάτε σα χαζά βρε; Συνεχίστε να χαζογελάτε, συνεχίστε να χαμογελάτε επειδή βλέπει ο ένας τον άλλον, συνεχίστε. Αφήστε με εμένα, εγώ νιώθω ογδόντα χρονών… γιατί αυτά δεν τα έκαμα, δεν τα έπαθα.

Είναι ωραίος ο έρωτας παιδιά αλλά άμα πληγώνεσαι από δαύτον, πονάει περισσότερο. Πώς είναι το παγόβουνο; Όση χαρά βλέπεις, τόσος πόνος κρύβεται. Μπορεί και όχι. Ο πάγος λιώνει. Μπα αυτές οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις να μην μου βγαίνουν. Ζήστε μωρέ… Και αν σκέφτεστε κάτι να το λέτε, μην το κρατάτε στο κεφάλι σας. Και άμα έχεις άνθρωπο απέναντί σου που σε κάνει να χαμογελάς, να του μιλάς. Έτσι θα τον κάνεις και εσύ να χαμογελάσει. Να εμπιστεύεστε ρε.

Είστε μικροί, προσέξτε. Μάθετε τι ζητάτε και να ‘στε ευθείς, να κόβετε δρόμο. Όχι πως βιαζόμαστε, και εσείς ποτέ να μην βιαστείτε, αλλά μην κάνετε ταξίδια που δεν χρειάζεστε, μην γεμίζετε τις τσάντες σας για να τις αδειάσετε παρακάτω. Δεν με καταλαβαίνεις… Νιώθω ογδόντα, δεν είμαι. Και τόσος που είμαι δεν έχει σημασία. Ούτε για σένα θα ‘χει σε πέντε χρόνια μάλλον. Ο χρόνος είναι φίλος και εχθρός μαζί, αλλά δεν τον χρειάζεσαι. Αυτός ναι, εσύ όχι. Το τώρα είναι μια στιγμή που μπορεί στο μυαλό σου να κρατήσει μια αιωνιότητα και τυχερός είναι ο άνθρωπος που ζει το τώρα του για πάντα.

Ε, παιδιά; Μέχρι να βγω απ’ τις σκέψεις μου, το ζευγαράκι είχε φύγει. Καλό δρόμο.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Θεακρίνος: Ζητείται κλόουν ηλικιωμένος



Ματέι Βίζνιεκ. Κυκλοφόρησαν τελευταία τρία έργα του στα Ελληνικά: Μετανάστες, Εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου και Ζητείται κλόουν ηλικιωμένος. Τα δύο πρώτα είναι σπονδυλωτά και πολυπρόσωπα, το τελευταίο δε έχει μόλις τρεις ρόλους και σου αφήνει μια πικράδα διαβάζοντας το. Το τελευταίο εκείνο βιβλίο –θεληματικά ή όχι- μοιάζει με τον Γκοντό, ή εμένα μου φαίνεται; Ο Ρουμάνος συγγραφέας στο Ζητείται κλόουν ηλικιωμένος παίρνει τον Κλόουν, ένα κλισέ σύμβολο μελαγχολίας και κάποιον που μόνο τα παιδιά μπορούν να δουν σοβαρά και τον μετατρέπει σε πρωταγωνιστή. Αγγίζει τα όρια του παραλόγου, διαβάζω. Τα ξεπερνά μερικές φορές… 
 
Οι τρεις κλόουν είναι παλιοί γνώριμοι, είναι εκεί για έναν λόγο, τον ίδιο, την ανεύρεση εργασίας. Παρένθεση, όποιος ξέρει τα του θεάτρου στην Κύπρο δεν θέλει και πολύ να κάνει τις συνδέσεις, πρακτικές και φιλοσοφικές σε ευρύτερο επίπεδο. Κλείνει η παρένθεση. Αυτοί οι τρεις κλόουν αγαπούν ο ένας τον άλλον, βαθιά κάπου -αλλά αγαπούν. Αγαπούν και την δουλειά τους. Υπερβάλλουν, περηφανεύονται, επαναλαμβάνονται. Η ανάγκη όμως, η περίπτωση, η εποχή (γραμμένο στην δεκαετία του 1980!) τους αναγκάζει για λίγο να μισήσουν ο ένας τον άλλον, να κάνει και κακό ο ένας του άλλου.

Η παράσταση του Βαρνάβα Κυριαζή ήταν ένα τολμηρό εγχείρημα. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να βρήκε γόνιμο έδαφος στους ηθοποιούς και αντίστροφα, οι ηθοποιοί στον σκηνοθέτη. Η φόρμα είναι καθαρή, η σκηνοθεσία αποφεύγει την φλυαρία και η υποκριτική των ηθοποιών, Αποστολίδης, Κρουπά και Σιλβέστρος, στηρίζεται πια στην λεπτομέρεια. Και αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως γιατί ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει το έργο, τα λόγια του συγγραφέα, τη σκέψη του συγγραφέα, και οι ηθοποιοί έχουν την ευγένεια και ευαισθησία –πολύ ποιητικό ίσως- να γραπωθούν σ’ αυτά και να ξεδιπλώσουν τον εαυτό τους.

Ο ρυθμός της παράστασης καλπάζει μέχρι το τέλος, καλεί τον θεατή να γελάσει στον καθρέφτη και τέλος να φανταστεί, να σκεφτεί και να συλλογιστεί το τέλος. Οι φωτισμοί και η μουσική έπαιξαν και αυτοί τον ρόλο τους, υποβλητικότητα και επεξηγηματικά.

Το έργο μιλάει για τον άνθρωπο, για το εγώ και το εμείς. Αυτοαναφορικό πολλές φορές για τις τέχνες και τους καλλιτέχνες ίσως, αλλά πολιτικό και οικουμενικό ταυτόχρονα. Ποιος είναι τελικά ο άνθρωπος; Ποια η τέχνη του ανθρώπου; Η σκηνή που ο Πεπίνο απαγγέλλει Σαίξπηρ είναι καυστική, ουσιαστική (γιατί και ο Σαίξπηρ ασχολείται με την μορφή του Κλόουν, κατά κάποιον τρόπο). Ο παραλογισμός είναι κομμάτι της ζωής μας, η αδικία, η φρίκη. Και ο Κλόουν γίνεται πάλι σύμβολο, πρέπει να γελάσει, να στήσει μια παράσταση, να διασκεδάσει τον κόσμο, να διασκεδάσει –με την αρχαιοπρεπή σημασία- να διασκορπίσει όλες τις ανησυχίες μας.

«Ας σοβαρευτούμε!»

Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη
Σκηνοθεσία: Βαρνάβας Κυριαζής
Κοστούμια: Μιράντα Θεοδωρίδου
Φωτισμοί: Γιώργος Λάζογλου
Moυσική: Γιώργος Κολιάς
Ερμηνεύουν: Φώτης Αποστολίδης, Αντρέι Κρουπά, Κώστας Σιλβέστρος, Χρήστος Γιάγκου

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Θεακρίνος: Το τέλειο έγκλημα


Ανοίγει η πόρτα και βλέπεις ένα τεράστιο πίνακα στο πάτωμα, σαν να παίζεις Cluedo, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο πρέπει να λύσεις ένα σενάριο φόνου. Ποτέ δεν ήμουν καλός με το παιχνίδι, δοκίμασα την τύχη μου και δεν τα κατάφερα να εξιχνιάσω κανέναν φόνο. Ούτε αυτόν τον εξιχνίασα…

Το Τέλειο έγκλημα είναι βασισμένο σε έμμετρα –μακάβρια κατά τ’ άλλα- ποιήματα του Χάινριχ Χόφμαν, με ήρωες παιδιά. Τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και τώρα αντιμετωπίζουν τον δαιμόνιο Σοκ-σοκ-σοκ-σοκheaded Πήτερ, ο οποίος μοιάζει τώρα περισσότερο στον Πουαρό παρά στον ήρωα του Χόφμαν. Πέντε ηθοποιοί καλούνται να υποδυθούν διάφορους ρόλους για να λύσουν το μυστήριο. Σύμμαχος τους η μουσικός επί σκηνής, Χριστίνα Αργύρη, να αποδίδει μια ανάλαφρη διάθεση, η οποία προσγειώνει τον θεατή στον κωμικό κόσμο των διασκευαστών.

Οι ηθοποιοί δεν αλλάζουν κοστούμια, αλλάζουν τους εαυτούς τους, μεταμορφώνονται με τα απολύτως απαραίτητα μέσα σε άλλους χαρακτήρες. Το ιδιαίτερα απαιτητικό σκηνικό –μην το βλέπετε έτσι, είναι κι αυτό ύπουλο σαν κάποιον χαρακτήρα- ωθούν τους ηθοποιούς να είναι σε εγρήγορση, αποδίδουν κινηματογραφικά ενσταντανέ και δεν αφήνουν κανέναν παραπονεμένο. Ο καθένας γνωρίζει καλά τις δυνατότητες του και προσφέρει απλόχερα το μερίδιο του στο να συμπληρωθεί η ιδέα του team. Μπορεί να είναι πολλές οι πληροφορίες, μπορεί κάποιος να συγχυστεί, αλλά όσα δεν καταλαβαίνεις θα λυθούν σε λίγο.

Και η πλοκή ξετυλίγεται μπροστά σου, σαν ένα παιχνίδι, μια σπαζοκεφαλιά, σαν ένα κουβάρι αλλά σκηνοθετημένη και χορογραφημένη με τρόπο έξυπνο. Με ξεκάθαρα κωμικά στοιχεία, γκροτέσκ πολλές φορές, αλλά με σαφείς επιρροές από χολιγουντιανές ταινίες, νουάρ α λα 70’s, και ιδιαίτερα τον κυνισμό και τα (ψυχο)σεξουαλικά πάθη των ηρώων, οι οποίες παρωδούνται. Ο κόπος, το μεράκι, η φαντασία και το παιχνίδι ήταν όντως οι γραμμές του σκηνοθέτη. Σκηνικά και κοστούμια παραπέμπουν στην εποχή που προτάσσει το έργο και ταυτόχρονα διατηρούν την σκηνοθετική γραμμή. 

Συντελεστές και ηθοποιοί βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος. Με κοινό γνώμονα τον κυνισμό που προανέφερα και με την πρόθεση να μην ασεβήσουν προς την νοημοσύνη του κοινού, με σαχλές ή κλισέ τεχνικές, χαρίζουν στην παράσταση τέτοιο ρυθμό που δεν μπορείς να βαρεθείς... δεν προλαβαίνεις και να θες. Μόλις φτάσει το τέλος θα καταλάβεις πως πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα και μάλλον θα συνεχίσεις να γελάς.

Ταυτότητα της παράστασης:
Κείμενο: Μαρίνα Βρόντη & Βαλεντίνος Κόκκινος
Σκηνοθεσία: Μάριος Κακουλλής
Χορογραφία: Χάρης Κούσιος
Μουσική: Χριστίνα Αργύρη
Μετάφραση και επιμέλεια στίχων: Σταύρος Σταύρου
Σκηνικά: Έλενα Τερέπεη
Κοστούμια: Ρέα Ολυμπίου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Σταύρος Τάρταρης
Βοηθός Παραγωγής : Ήβη Νικολαίδου
Παίζουν (αλφαβητικά): Παναγιώτης Κυριάκου, Πάνος Μακρής, Πολυξένη Σάββα, Τζωρτζίνα Τάτση, Βασίλης Χαραλάμπους.