Σκηνοθέτης,
ηθοποιός και δάσκαλος. Ο Νίκος Χαραλάμπους δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.
Ο «Μάστερ», όπως τον φωνάζαμε στην σχολή, είναι πάντα σκεπτικός και κωμικός
ταυτόχρονα, ένας Σαιξπηρικός σχεδόν γελωτοποιός. Καθόμαστε αντικρυστά, δίπλα
μου η Μαρία Μίχα και συζητάμε οι τρεις μας για ώρες ατέλειωτες. Ξεκινάμε δηλαδή
να μιλάμε για ένα-δύο πράγματα και στην πορεία βρίσκουμε κι άλλα, πολλά.
Συνεχίζουμε να συζητάμε στην εξώπορτα καθώς φεύγουμε, ακριβώς όπως συζητούσαμε
στο «γεμάτο αναμνήσεις» σαλόνι τους.
Θα ξεκινήσω αυτή
την ανάρτηση από το τέλος της προτελευταίας μας συνάντησης. «Νιώθετε
χορτασμένοι από το θέατρο;». Παύση. Θεατρική! Η Μαρία ετοιμάζεται να απαντήσει,
αλλά την προλαβαίνει ο Νίκος. «Ναι, πολύ. Δεν έχω παράπονο. Πρέπει να έκανα
πάνω από τριακόσιες παραστάσεις». Σταμάτησε να μετράει, λέει, εδώ και χρόνια,
άλλωστε υπηρέτησε το θέατρο και επί σκηνής ως ηθοποιός και από τα παρασκήνια ως
σκηνοθέτης. «Ούτε εγώ έχω παράπονο» συμπληρώνει η Μαρία, «αλλά, νιώθεις ποτέ
χορτασμένος από το θέατρο;».
Κλέβοντας για λίγο…
τα φώτα από τον Νίκο η Μαρία δηλώνει πως δεν έχει απωθημένα, γιατί έκανε
πολλούς και διάφορους, μικρούς και μεγάλους ρόλους. «Δεν επιζητούσα τους
μεγάλους ρόλους, εμένα αυτό που με ένοιαζε ήταν να είμαι μέλος μιας ομάδας, να
ανήκω κάπου, να συν-δημιουργώ… και ο ΘΟΚ μας το προσέφερε αυτό». Ο Νίκος δεν
ξεχωρίζει ρόλους που αγάπησε, που ξεχωρίζει. Η Μαρία όμως ξεκίνησε να
απαριθμεί. «Η Τζένη των Πειρατών στην Όπερα
[της Πεντάρας], Αδέλα στο Σπίτι της
Μπερνάρντα Άλμπα με μια απίστευτη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στον πρωταγωνιστικό,
Δυσδαιμόνα στον Οθέλλο, σκηνοθεσία
του Εύη Γαβριηλίδη, τον ρόλο που έκανε και η Νιόβη όταν το σκηνοθέτησε ο
Νίκος».
Δεν άργησαν να
μπουν στην κουβέντα μας οι Ικέτιδες.
Πάντα όταν θα βρεθούμε μιλάμε για τις Ικέτιδες.
Πέρσι είχα διοργανώσει μια εκδήλωση αφιερωμένη στον Μάστερ, για την συμπλήρωση σαράντα χρόνων από την ιστορική εκείνη παράσταση στον ΘΟΚ. «Σαράντα ένα χρόνια!»,
αδυνατεί να το πιστέψει. Η παράσταση ήταν πετυχημένη, γιατί ήταν τέτοιες οι
συνθήκες, λέει, γιατί μέσα από την τραγωδία της Κύπρου ο θίασος και οι
υπόλοιποι συντελεστές δέθηκαν με έναν μαγικό τρόπο.
«Με τον
Χριστοδουλίδη, τον Ζιάκα και τον Κολώτα υπήρχε απίθανη συνεργασία» λέει,
«διαφωνούσαμε πολλές φορές αλλά είχαμε και απόλυτη ανάγκη ο ένας τον άλλον. Με
άκουγαν και τους άκουγα». Μοιάζει να ήταν όλα τέλεια τους λέω. «Κοίταξε»
προσθέτει η Μαρία, «υπήρχαν και μερικοί συνάδελφοι που διαφωνούσαν στην αρχή…
είχαν ενδοιασμούς γιατί δεν καταλάβαιναν τι θέλει να κάνει ο Νίκος». Και
συνεχίζει ο Νίκος λέγοντας «αδιαφορούσα για την πρόσληψη της παράστασης, γιατί
είχα, και είχαμε όλοι, αυτή την καλλιτεχνική ανάγκη. Είχαμε την ανάγκη να
διαμαρτυρηθούμε αλλά να παρουσιάσουμε τους ήρωες με κριτική σκέψη». Η ανάγκη
της διαμαρτυρίας, λέει, μοιάζει να είναι έμφυτη στον ίδιο, καθώς τα μαθητικά
του χρόνια σημαδεύτηκαν από τις διαμαρτυρίες εναντίον της Αγγλοκρατίας, αλλά
μετά το 1974 δεν ήξερε ακριβώς πού να στρέψει αυτή τη συσσωρευμένη αδικία. Η
κριτική σκέψη πάνω στους ήρωες της τραγωδίας θα καλλιεργούσε και την κριτική σκέψη
των θεατών, συνεχίζει, καθώς η τραγωδία είναι ένα είδος πανανθρώπινο.
«Δεν είναι ότι
δεν με ένοιαζε η κριτική… εννοώ αυτή που γράφεται. Εγώ πιστεύω ότι αλάθητος
κριτής είναι το κοινό. Οι Ικέτιδες,
όπως μάλλον θα ξέρεις, χτυπήθηκαν στην Κύπρο. Στους κριτικούς δεν άρεσε η
παράσταση. Στην Ελλάδα όμως…». Προσπαθεί να μετατοπίσει το θέμα για λίγο, αλλά προσθέτει
αργότερα πως μπορεί να ήταν θέμα γούστου, μπορεί αυτοί που έγραφαν να μην
αποδέχονταν την πρωτοτυπία της παράστασης, μπορεί να ήταν και πολιτικά τα
θέματα γιατί «εγώ ήμουν του γιατρού» (εννοεί τον Βάσο Λυσσαρίδη, τον πρόεδρο
του κινήματος των Σοσιαλιστών). «Μπορεί να ήταν επειδή έπαιζαν νέοι ηθοποιοί
μεγάλους ρόλους, κι έδωσα αληθινή μάχη για αυτό, ήθελα νέους ηθοποιούς όπως ο
Σπύρος [Σταυρινίδης], η Άλκηστη [Παυλίδου] για ρόλους που συνήθως παίζονταν από
μεγαλύτερους».
Οι Ικέτιδες είχαν
δώσει ώθηση όχι μόνο στον ίδιο τον Νίκο αλλά και σε όλο το Κυπριακό Θέατρο.
Ήταν η πρώτη φορά που ο ΘΟΚ εμπιστεύτηκε την σκηνοθεσία μιας τραγωδίας σε νέο
κύπριο σκηνοθέτη και μετά την είσοδο του Κυπριακού Κρατικού Θεάτρου στο
Φεστιβάλ της Επιδαύρου η «συνταγή της επιτυχίας» δοκιμάστηκε ξανά και ξανά. «Η
τραγωδία με απορρόφησε σκηνοθετικά περισσότερο από όποιο άλλο θεατρικό είδος.
Δεν θεωρώ ότι έχω ξεπεράσει εαυτόν μετά τις Ικέτιδες,
χωρίς να σημαίνει ότι άλλες παραστάσεις δεν ήταν καλές. Αλλά εκείνη η στιγμή, ήταν…
ανεπανάληπτη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου