Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Θεακρίνος: Ιφιγένεια εν Αυλίδι


Με αφορμή το έργo με αφορμή την Ιφιγένεια

Ο ελληνικός στόλος είναι παγιδευμένος σε ένα λιμάνι, όπως είναι παγιδευμένοι σήμερα οι νεαροί στρατιώτες στις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής και της νεκρής ζώνης. Την νύχτα που παρακολούθησα την παράσταση του Φανταστικού Θεάτρου –τραγική ειρωνεία λέει και η Χαρά- φυσούσαν ούριοι άνεμοι στο πάρκινγκ του Λήδρα Παλάς. Το έργο του Ευριπίδη είναι έντονα πολιτικό και ας σκεφτούμε ότι η Ιφιγένεια εν Αυλίδι παρουσιάζεται στο κοινό της αρχαίας Αθήνας κατά τον εικοστό έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κάποτε μετρούσαμε και εμείς είκοσι εφτά χρόνια, τώρα δυστυχώς περάσαν τα σαράντα και μετράμε ακόμη… «Ατέρμονη αναμονή».

Ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια δεν ειρωνεύεται απλά την μυθολογία αλλά την όλη πρόσληψη του «γένους», της πόλης, ή, για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, του έθνους. Και οι τρεις τραγικοί έγραψαν τις δικές τους εκδοχές της ιστορίας και της μυθολογίας, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Ο Ευριπίδης, ο πιο αυθαίρετος απ’ όλους, χειραγωγεί τους μύθους τόσο έντεχνα ώστε μιλά για το παρόν με τόση αμεσότητα και καυστικότητα. Έτσι πράττει ο συγγραφέας των Τρωάδων, της Ελένης και των Βακχών και με την Ιφιγένεια του.

Η Ιφιγένεια του Ευριπίδη κατακεραυνώνει τους φιλοπόλεμους και τους πολιτικούς. Ο πόλεμος δεν έχει όρια λέει ο Ευριπίδης, ο πόλεμος οδηγεί στον απόλυτο παραλογισμό. Η χρονική στιγμή στην οποία ανέβηκε τότε η Ιφιγένεια είναι καίριας σημασίας. Μετά από πολλές μάχες και ήττες των Σπαρτιατών, πρεσβείες τόσο των Λακεδαιμονίων όσο και των Αθηναίων συζητούσαν και πρότειναν σχέδια λύσης. Η Αθήνα είχε απορρίψει τουλάχιστον τρεις λύσεις σε τρία χρόνια. Το μήνυμα ήταν σαφές: «όλα ή τίποτα», η πολιτική ηγεσία του τόπου –όπως εδώ, σήμερα- επιθυμεί την συνέχιση αυτής της κατάστασης. Το συγγραφικό τέχνασμα του Ευριπίδη λοιπόν, με την εθελούσια σφαγή της Ιφιγένειας, είναι μια τεράστια ειρωνεία για τις μητέρες πατρίδες, την εθνική υπερηφάνεια, τον πατριωτισμό. Με την θυσία της Ιφιγένειας δεν υμνείται καμία πατρίδα, αλλά καυτηριάζεται το ψευδο-ήθος.

Τα «πρέπει» και τα καθωσπρέπει της τραγωδίας εξοβελίζονται μέσα από την δουλευμένη δραματουργική διασκευή του κειμένου και ακολουθείται έτσι –όχι απόλυτα- ένας ψυχολογικός ρεαλισμός, κάτι που κάνει το έργο να φαίνεται ως ένα πολιτικό δράμα, κρατώντας όμως τις «ακραίες συνθήκες» της τραγωδίας. Η παράσταση ήταν συναισθηματικά φορτισμένη, κυρίως ένεκα του χώρου. Έπειτα το καλλιτεχνικό και ιδιαίτερα το υποκριτικό αποτέλεσμα έφτασε σε ένα αξιόλογο επίπεδο, όπου ο κάθε ηθοποιός έδωσε κάτι προσωπικό και φάνηκε ισάξια. Αν και η παράσταση έφερε μια δυναμική, σκηνοθετικά -σε κάποια σημεία- θα μπορούσε να είναι, κατ΄ εμέ, πιο «επιθετική» και ακόμα πιο τολμηρή με τη συμβολή της δραματουργικής επεξεργασίας. Έχω κάνει τόσες συνδέσεις του έργου με την κυπριακή πραγματικότητα διαβάζοντας το έργο και έχω κάνει άλλες τόσες, αφού είδα την παράσταση αυτή.

Ο Αγαμέμνων (Ανδρέας Τσέλεπος) ήταν υπερβολικά ευάλωτος και ωχριούσε μπροστά στον αλαζόνα Μενέλαο (Φώτης Αποστολίδης). Είναι και οι δυο ανήθικοι, μάλλον ανίκανοι για την πολιτική, και ξέρουν μόνο να εκσφενδονίζουν εκ στόματος χτυπήματα κάτω από την μέση. Δικαιολογούμε όμως τον Αγαμέμνονα; Τα πάθη των πολιτικών γίνονται εθνικές υποθέσεις. Τότε ήταν η Ελένη (δεν ήταν, αλλά λέμε τώρα), σήμερα είναι το κόμμα, η προσωπική ανέλιξη, ο εγωισμός. Αυτά κινούν τα –εύθραυστα- έθνη. Έρχεται και ο τρίτος στρατηγός, ο Αχιλλέας (Ανδρέας Παπαμιχαλόπουλος), ο οποίος παθιάζεται για τους δικούς του καθαρά προσωπικούς και εγωιστικούς λόγους. Κανείς από τους άρχοντες δεν συζητά τις ανθρώπινες ζωές. Στην αντίπερα όχθη η Κλυταιμνήστρα (Παναγιώτα Παπαγεωργίου), η οποία προσεγγίστηκε –και δουλεύτηκε- με ιδιαίτερη λεπτότητα και ευαισθησία.

Ο Ευριπίδης ξεμπροστιάζει τους ηγέτες, τους πρώτους των πολιτών, τους άριστους των αριστών. Αυτούς που φοβούνται έναν στρατό που δεν βλέπουμε ποτέ στο έργο, αλλά τους είδαμε στην παράσταση. Οι ηγέτες φοβούνται λοιπόν το παρακράτος που έφτιαξαν οι ίδιοι, τον όχλο και την σήψη, τα δημιουργήματά τους. Αλήθεια, ποιος στρατός λιθοβολεί τον στρατηγό του γιατί θέλει να πάει στον πόλεμο; Ποιος στρατιώτης αποφασίζει να βαδίσει σε δρόμο, ο οποίος πιθανότατα είναι άνευ επιστροφής; Ποιο νέο παιδί επιθυμεί να πεθάνει για μια πατρίδα, η οποία δεν έχει πρόσωπο;

Η Ιφιγένεια (Νίκη Δραγούμη) εμφανίζεται σαν τα άμαχα παιδιά που θα σκοτωθούν αργά ή γρήγορα, σαν να έχει το ίδιο παράπονο εκείνων των παιδιών που κρατούσαν τις φωτογραφίες των αγνοούμενων συγγενών τους, αλλά ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια. Δεν νοιαζόμαστε για τα παιδιά, δεν νοιαζόμαστε για τους ανθρώπους, νοιαζόμαστε για τα χώματα που ανήκουν σε όλους μας και θέλουμε να τα κάνουμε δικά μας (πληθυντικός ευγενείας, μόνο για τα προσχήματα). Αν μας ένοιαζαν οι άνθρωποι, στα τετράδια των «Δεν ξεχνώ» θα είχε άλλες φωτογραφίες.

Η Ιφιγένεια πρώτα υμνεί τη ζωή, λέει «χίλιες φορές καλύτερα άθλια ζωή παρά τιμημένος θάνατος», και μετά η ίδια αναιρεί τον εαυτό της. Αποφασίζει να γίνει σύμβολο ενός πολέμου που προηγουμένως αποκήρυξε. Η Ιφιγένεια είναι το παράλογο του πολέμου, είναι η κάθε άρνηση για συμφωνία λύσης υπό τις σωστές συνθήκες, το τίμημα για κάθε παραβίαση της εκεχειρίας. Η Ιφιγένεια δεν πεθαίνει ούτε για τον Μενέλαο αλλά ούτε για τον πατέρας της και, το βασικότερο, ούτε για την Ελλάδα τους.


Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση / Επιμέλεια μετάφρασης: Μαγδαλένα Ζήρα, Μαρία Γερολέμου, Χρυσάνθη Δημητρίου, Μαρία Παύλου.
Διασκευή / Σκηνοθεσία: Μαγδαλένα Ζήρα
Σκηνικά / Κοστούμια: Έλενα Κατσούρη
Μουσική: Αντώνης Αντωνίου
Χορογραφία: Φώτης Νικολάου
Σχ. Φωτισμού: Καρολίνα Σπύρου
Ερμηνεύουν (σε σειρά εμφάνισης): Βαλεντίνος Κόκκινος, Ανδρέας Τσέλεπος, Ειρήνη Ανδρέου, Φώτης Αποστολίδης, Στέλιος Καλλιστράτης, Νίκη Δραγούμη, Παναγιώτα Παπαγεωργίου, Ανδρέας Παπαμιχαλόπουλος
Χορός: Βάρσια Αδάμου, Αλεξία Αλέξη, Μαρία Ιακωβίδου, Χρύσα Νικολάου, Ανδρέας Λουκά, Τάριελ Μπερίτζε