Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Αγλαόπη

Ήταν τέσσερις το πρωί, φύγαμε από σπίτι λες και πάμε σε ταξίδι με αεροπλάνο. Αποσκευές δεν είχαμε, μόνο μια παγωνιέρα. Εμείς κοιμόμασταν με την αδελφή μου, στο πίσω κάθισμα. Ξέραμε ότι πάμε... εκδρομή. Ώρες πολλές στο Πέργαμο, αυτοκίνητα πολλά. “Τζοιμηθείτε τζαι έχουμε ώραν ακόμα” μας είπαν και έτσι κάναμε. Η μαμά μου κρατούσε την φωτογραφική της, πάντα με περηφάνια, ο πατέρας μου κάθε λίγο έλεγε “θυμάμαι” και συμπλήρωνε τις φράσεις του με το “έτσι ήταν”, “ήταν άλλωσπως”. Εμείς βουβοί θεατές στο πίσω κάθισμα.

Ξύπνησα για τα καλά σε κάτι χωματόδρομους του Πενταδακτύλου. Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό του πατέρα μου, το Φλαμούδι, πλησίον της Ακανθού. Κινηματογραφικό πλάνο. Ξυπνάω και είμαι ανάσκελα, το κεφάλι μου -και η οπτική μου γωνία- κινείται σπασμωδικά από τον ανώμαλο δρόμο. Αυτός ο ουρανός που βλέπω από το παράθυρο μου φάνηκε ο πιο μπλε ουρανός που είδα ποτέ μου, “ο ουρανός δαμέ εν πιο γαλάζιος, ειρωνεία;”.

Έχει χρόνια να πάμε στο χωριό... “Να πάμε να κάμουμε τί;” όπως λέει και ο πατέρας μου. Έτσι σκέφτομαι. Και στις φωτογραφίες που έχουμε, από το φιλμ που η μητέρα μου έκανε κανένα τρίμηνο να πάρει στον φωτογράφο, βλέπω κι άλλα πράγματα. Η θεία μου έζησε σ' εκείνο το σπίτι με τις καμάρες, η γιαγιά μου πιο δίπλα στο γωνιακό, ο παππούς ακόμα εκεί αγέρωχος στον καφενέ. Χωριό με Ελληνοκύπριους μόνο και με δεκαπέντε συνθήματα υπέρ της Ένωσης σε κάθε τοίχο. Τί έλεγε η γιαγιά μου; Εν ελάλεν τίποτε ο παππούς; Τί επρέσβευαν τούτοι οι άνθρωποι οι απλοί;

Οι δεκαπέντε μέρες εγίναν έξι μήνες. Οι εννιά μήνες εγίναν θκιο χρόνια. Τα πέντε χρόνια εγίναν είκοσι τζαι τα είκοσι σαράντα θκιό. “Αντροπή γιε μου, τούτο που μας εκάμαν”. Ποίοι ρωτώ εγώ, αλλάσσει κουβέντα. Μεγαλώνουμε τζαι μεις τωρά... τζαι τα “νέα” εγίναν σαν τις σειρήνες, κάθε φορά, η ώρα πεντέμισι. 

Εγελάσαν μας γιαγιά...

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου