Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Σφήκες, ανορθόδοξες αλλά εξίσου τρομαχτικές

Σφήκες, ανορθόδοξες αλλά εξίσου τρομαχτικές / Σκέψεις για την παράσταση 

 
Τη Λένα Κιτσοπούλου την γνώρισα στο Εδιμβούργο, τυχαία. Την παράσταση της τότε δεν την είδα, δυστυχώς, δεν έχω δει καμία παράσταση της μέχρι πριν λίγες μέρες, αλλά από τότε την "ακουλουθώ" με κάποιο τρόπο. Μου προκάλεσε εντύπωση που της ανέθεσε σκηνοθεσία Επιδαύρου το Εθνικό (μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ) και οι ίδιοι άλλωστε δεν έκρυψαν την "δυσπιστία" τους, αν αναλογιστεί κανείς ότι στο δελτίο τύπου τους την ονομάζουν "αιρετική" (άρα όχι ορθόδοξη, του κανόνα, κανονική).
Η πλοκή του έργου μπορεί να σας αποκαλυφθεί με ένα απλό Google search, η παράσταση όμως -οπως αναγράφεται ευθέως στην αφίσα και το πρόγραμμα- είναι βασισμένη στην Αριστοφανική κωμωδία, επομένως δεν χρειάζεται να αναλύσω δραματουργικά το έργο. Η δικομανία του Φιλοκλέωνα και οι αναφορές στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ, γίνονται για τους συντελεστές πεδίο εξερεύνησης και πειραματισμού, για να αναδειχθεί ποιος είναι ο σύγχρονος Φιλοκλέωνας και τις σχέση έχει με εμάς.
 
Η Κιτσοπούλου χρησιμοποιεί τα ποικίλα οικεία εκφραστικά της μέσα: τους σωματικούς (και γλωσσικούς, όταν πρόκειται για δικά της κείμενα) αυτοσχεδιασμούς, την άμεση γλώσσα χωρίς πουριτανισμό (κάποτε και την επιτηδευμένα σκληρή γλώσσα), κινηματογραφικές -σχεδόν υπερεαλιστικές- βινιέτες και in-yer-face σκηνικές δράσεις, ειδικά την απροκάλυπτη βία και την ρεαλιστική -αντιθεατρική- χρήση του χρόνου. Όλη η δουλειά είναι προμελετημένη και ακολουθεί κατά γράμμα την πορεία του (ναι, ανορθόδοξου ως προς τον Αριστοφάνη ή ίσως και ως προς την δυτική δραματουργία) κειμένου της παράστασης.
 
Όπως ο Φρανκενστάιν της δεν χρειαζόταν να έχει ράμματα στο πρόσωπο και να είναι το αναμενόμενο τέρας που σμιλεύτηκε από την αισθητική του κινηματογράφου ή των σύγχρονων εφέ, ούτε και οι Σφήκες θα ήταν οι γέροι, οι μισοί δικαστές μισοί σφήκες, που έχουμε κατά νου (αν και το έργο είναι από τις λιγότερο ανεβασμένες κωμωδίες). Αντ' αυτού οι Σφήκες στην παράσταση είναι... ένας.
Ακόμα και η έλλειψη του Χορού -και του συμβολισμού του- ισορροπεί (σε αυτή τη νέα φόρμα) με την εισαγωγή νέων χαρακτήρων, οι οποίοι δρουν ως μετα-Χορός, με σύγχρονα ερεθίσματα (πολυμορφία, συμπερίληψη -επιτρέψτε μου- παρόμοια με τους χορούς του Γκραουζίνις πχ, όμως με διαφορετικό ρόλο). Ίσως προσπαθώ να εξηγήσω την παράσταση με την προσωπική μου οπτική. Η δουλειά της Κιτσόπουλου δεν είναι τυπική, αυστηρά ακαδημαϊκή, δραματολογική, ούτε εξηγείται με τυπικές προσεγγίσεις. 
 
Η παράσταση ήταν η προσωπική της ματιά, η μάχη της να καταλάβει και να ερμηνεύσει το έργο, όπως είπε η ίδια στην Παράβαση της, στο τέλος. Αν και είχα ενστάσεις και αντιστάσεις μέσα μου για κάποια θέματα που άκουσα (κυρίως για τη χρήση ζώων και αίματος), πιστεύω ότι χωρίς αυτήν την παράβαση η παράσταση θα ήταν ανολοκλήρωτη. 
 
Κάθε χρόνο υπάρχουν φωνές ή και υστερίες για παραστάσεις στην Επίδαυρο. Κάθε χρόνο υπάρχουν ισοπεδωτικές "κριτικές" και αφορισμοί. Οι θεατές βλέπουν μια παράσταση και αυτομάτως την κρίνουν, αυτό δεν θα σταματήσει. Οι έντυπες -ή επίσημες τελοσπάντων- κριτικές έχουν μια επιπλέον ευθύνη ως προς την συλλογική πρόσληψη. Και αυτό το αναφέρω γιατί δεν μπορεί το αρχαιοελληνικό θέατρο να μετεξελιχθεί πάλι σε... ρωμαϊκό, δηλαδή θέαμα που δεν ενοχλεί κανέναν, απολιτίκ, και που διασκεδάζει απλά το κοινό (ούτε η Επίδαυρος θέλουμε να εξελιχθεί σε ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο για μονομαχίες, ή αρένα).
 
Εγώ δεν θα απέτρεπα κάποιον από το να δει την παράσταση. Η παράσταση δεν επιδιώκει κατ' εμέ να γίνει η κορυφαία παράσταση του αιώνα, ούτε να εξοστρακίσει άλλες θεατρικές αισθητικές ή άλλους σκηνοθέτες. Δεν επιδιώκει να κάνει τίποτα παραπάνω από το να την δουν θεατές (αν και κάποιες παραστάσεις, θα έλεγε κανείς, έχουν αυτοσκοπό να καθιερώνονται σε έναν τεχνητό και άγονο διαγωνισμό αισθητικής), να γίνει θέμα ή αφορμη συζήτησης.
 
Αυτή η παράσταση, σύμφωνα με το πολύ προσωπικό σκηνοθετικό σημείωμα, συνδιαλέγεται με το εγώ και το εσύ (το εγώ του θεατή, των συντελεστών, της σκηνοθέτριας, έναντι στον άλλον). Αυτή η παράσταση έχει σκοπό να αναδείξει τα κακώς έχοντα και τις αντιθέσεις, τους διπολισμούς, της ελληνικής κοινωνίας. Ο Φιλοκλέωνας γίνεται ο φωνακλάς ελληναράς, ο γεμάτος αντιθέσεις κυρ-Παντελής και το περιβάλλον του ήρωα αποκτά υπόσταση με σύγχρονες αναλογίες και αναφορές.
Αν και είναι ένα πολύ προσωπικό κείμενο, το προσωπικό του ύφος μετατράπηκε σε συλλογικό, μέσα από την παράσταση. Η Κιτσοπούλου συνεργάζεται ξανά με κάποιους ανθρώπους που την ξέρουν (με κάποιους ηθοποιούς, την σκηνογράφο, τον μουσικό, τον φωτιστή, τη βοηθό σκηνοθέτριας) και η ομάδα φαίνεται να λειτουργεί με κοινούς κώδικες. Αυτό όμως μου έλειψε από το φινάλε, η συλλογικότητα, ως κατάληξη, η προσωπική της Παράβαση στο τέλος μετέτρεψε την παράσταση βίαια, σε μια, ξανά, προσωπική υπόθεση.
 
Με την επίκληση της τελικής παράβασης στον θεατή που αποχωρεί ή στον κριτικό, η ιδέα χάνει κάπως το δίκιο της, όχι όμως και η παράσταση. Η παράσταση σταχυολόγησε, κατ' εμέ, τα θέματα του αριστοφανικού έργου, όπως ακριβώς αναλύονται και στο πρόγραμμα (η μετεξέλιξη της δικαιοσύνης, η δημοκρατία, ο λαϊκισμός, η δικομανία, η μνησικακία, η γλώσσα κ.ά.) και μίλησε για αυτά. Όμως η παράβαση στο τέλος έκανε το συλλογικό ξανά ατομικό. (Καυστικό, αν έγινε επίτηδες, καθότι αντανακλά, θα έλεγε κανείς, την πορεία της σύγχρονης κοινωνίας, τον ατομικισμό, αλλά και την πορεία της σύγχρονης τέχνης που προβάλλει τα κοινωνικά φαινόμενα και τα κακώς έχοντα, αλλά μετά παραμένει το -αβάσταχτο για μερικούς- ερώτημα "και τώρα τι;").
 
Το φινάλε του αριστοφανικού έργου όμως δεν είναι πιο τολμηρό. Ο Φιλοκλέωνας παύει να είναι εθισμένος στις δίκες, αλλά εθίζεται στα συμπόσια και το έργο τελειώνει με ένα χορευτικό. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, μας λέει ο Χορός. Η έξοδος είναι και διδακτική, ο Αριστοφάνης φέρνει επί σκηνής τους γιους του Καρκίνου, του τραγικού ποιητή (ο τότε εκφραστής του τότε μοντερνισμού), για να τον χλευάσει ουσιαστικά. Το φινάλε του έργου είναι κάπως μετέωρο, έτσι και το έργο της Κιτσοπούλου, σκέφτομαι ψύχραιμα και λογικά, τόσες μέρες μετά.
 
Δεν υπάρχει λόγος να διερωτώμαστε πόσο τοις εκατό Αριστοφάνης ήταν το έργο, στις αφίσες και το πρόγραμμα λέει "βασισμένο" και αναφέρεται η ελεύθερη διασκευή. Δεν υπάρχει λόγος να αναλωνόμαστε στο αν η πλαστική καρέκλα ή η μπασκέτα είναι ύβρις για την Επίδαυρο. Δεν υπάρχει λόγος να λέμε "τρίζουν τα κόκκαλα του Αριστοφάνη" ή να μοιράζουμε αφορισμούς επιπέδου "Μινωτή έλα πίσω ή έστω τηλεφώνα". Αν με ρωτάτε εμένα τα κόκκαλα του Αριστοφάνη τρίζουν όταν το θέατρο στρουθοκαμηλίζει στην επικαιρότητα, στα συστημικά και θεσμικά προβλήματα, πχ. κάλυψη βιασμών, διαφθορά, ανισότητα, ξέπλυμα, συνεχείς πολέμους.
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου