Η έναρξη του
έργου για μένα ήταν πολλά υποσχόμενη,
έμελλε όμως να με απογοητεύσει. Ένας
ξένος μπαίνει στην σκηνή με δυο σακούλια
υπό του ροκ ρυθμούς από τους μουσικούς
επί σκηνής οι οποίοι φαίνεται να
αποστασιοποιούνται από το έργο. Στην
αρχή νόμιζα πως τα φυτά που κουβαλούσε
ήταν φυτά κάνναβης διότι ο Διόνυσος
ήταν ήδη εκστασιασμένος και σχεδόν σε
φάση στερητικού -ιατρικά. Από τα πρώτα
λεπτά κιόλας να 'σου και το γυμνό. Στα
πρώτα 5 λεπτά είχα υπερφορτώσει τον
εγκέφαλο μου με τα τόσα πολλά μηνύματα.
Η είσοδος του
Χορού θύμιζε λαϊκό προσκύνημα ή ακόμα
καλύτερα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα.
Εξάλλου θεωρώ δεδομένο ότι ο οποιοσδήποτε
με τις στοιχειώδεις γνώσεις μπορεί να
κάνει την σύνδεση του Διονύσου με τον
Ιησού. Παραξενεύτηκα που μέσα στον κατά
κανόναν αμιγώς γυναικείο χορό υπήρξαν
3 άνδρες. Καθόλη την -μεγάλη- διάρκεια
της εισόδου του Χορού υπήρξε μουσική
με λόγια βασισμένα στην πάροδο, κάτι
που επαναλήφθηκε για όλα τα χορικά.
Στο πρώτο
επεισόδιο εμφανίζεται ένας απαθής
Κάδμος και μια καρικατούρα του Τειρεσία
-υποδυόμενος από γυναίκα. Αργότερα
εισήλθε από τον χώρο του κοινού ο Πενθέας
ο οποίος υπερείχε ερμηνευτικά από κάθε
άλλο ηθοποιό της παράστασης. Εύστοχη η
μεταμφίεση του Πενθέα σε κουστουμαρισμένο
πολιτικό του 21ου αιώνα, μου θύμιζε πολύ
τα Ελληνικά δεδομένα. Ο Διόνυσος ήταν
σκηνοθετικά αψυχολόγητος, είχε αλλάξει
τόσες πολλές πόζες, διαθέσεις και ρούχα
που απλά δεν ήξερες σε ποιο “πρόσωπό”
του να εστιάσεις.
Συνοπτικά η
σκηνοθεσία ήταν κουραστική, οι σκηνοθετικές
επαναλήψεις (το κλουβί με κουδούνια του
Τειρεσία, το προσκύνημα του χορού, οι
κραυγές των αγγελιαφόρων και οι κινήσεις
με τα βιβλία) έκαναν το κοινό να γελά. Η
σκηνοθεσία ήταν εν μέρει άστοχη όπως η
ύπαρξη του διερμηνέα κατά τη συζήτηση
Πενθέα-Διονύσου. Η παράσταση αυτή νομίζω
έχει σκηνοθετηθεί έτσι ώστε να ανεβεί
σε κλειστό χώρο και όχι σε ανοικτό.
Επίσης υπήρξε
θεατρικά πολύς χαμένος χρόνος! Η παράσταση
κράτησε πάνω από 2 ώρες και από το δεύτερο
κιόλας επεισόδιο θεατές άρχισαν να
αποχωρούν. Από την αρχή μέχρι το τέλος:
τα μακρόσυρτα χορικά με μουσική, το
προσκύνημα, η μετακίνηση των Βακχών, η
πομπή του Διονύσου στο ανάκτορο, η Αγαύη
να περιχύνει το περιεχόμενο των πολλών
μπουκάλων που είχαν βάλει επί σκηνής
οι Βάκχες κατά την είσοδο-προσκύνημα
τους, ή το -άηχο- μοιρολόι της Αγαύης
πάνω από το πτώμα του γιου της -το οποίο
αν και διαμελισμένο ήταν επί σκηνής
ολόκληρο.
Ερμηνευτικά το
κλίμα ήταν μονότονο με μόνη εξαίρεση
την αφήγηση των αγγελιαφόρων και τον
Πενθέα. Δεν αποδόθηκε καμία τραγικότητα,
εκτός από τις αφηγήσεις των αγγελιαφόρων
και τη τελική σκηνή με την Αγαύη. Επίσης
δεν αποδίδετο η αντίστοιχη σοβαρότητα
– έχω το ίδιο παράπονο με την παράσταση
του ιδίου έργου από τον ΘΟΚ- όταν για
παράδειγμα ο Πενθέας φοράει γυναικεία
ρούχα. Είναι μια πράξη απελπισίας, δεν
το κάνει ούτε επειδή έχει μπερδεμένη
σεξουαλικότητα ούτε επειδή του πέρασε
από το μυαλό, είναι ουσιαστικά το αρνί
που πάει στη σφαγή.
Το πιο άβολο απ'
όλα ήταν η σκηνοθέτιδα επί σκηνής. Η
σκηνοθέτιδα είχε και τον ρόλο της
“Κορυφαίας” του Χορού -υπό κάλυψην
διότι στο πρόγραμμα εμφανίζεται στους
μουσικούς. Ήταν άβολο διότι ήταν κατά
το 95% του θεατρικού χρόνου πίσω στην
ορχήστρα, η οποία φαίνεται αποστασιοποιημένη,
όμως μιλούσε με τους χαρακτήρες επί
σκηνής διαμέσου του μικροφώνου. Ένιωθα
πως επρόκειτο για μια επίβλεψη, λες και
ήταν η σκηνοθέτης εν ώρα εργασίας, λες
και συντόνιζε την πρόβα τζενεράλε.
Έχω διαβάσει
και την συνέντευξη της σκηνοθέτιδος
στον Φιλελεύθερο (14.07.13, Πολιτισμός, 14)
και μιλάει για αυτό το “ξένο”. Ο Διόνυσος
είναι κάτι άγνωστο για τους κατοίκους
της Θήβας, όπως ήταν οι μετανάστες για
μας πριν λίγες δεκαετίες... Εν τοιαύτη
περιπτώσει αυτό το “ξένο” το οποίο
καλούμαστε σαν κοινό να υποδεχθούμε
και να απο-δεχθούμε είναι η ίδια η
παράσταση. Ο Διόνυσος είναι η ίδια η
παράσταση και το τέλος για μένα ήταν το
τέλος της παράστασης: ένας Διόνυσος
απόλυτος και επιβλητικός, σχεδόν
θεός-τιμωρός και εκδικητικός.
Βάκχες του
Ευριπίδη από τη Θεατρική ομάδα Δρόμος
με τα δέντρα, στο πλαίσιο του 17ου Διεθνούς
Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος.
Ταυτότητα
της παράστασης:
Μετάφραση:
Νικολέττα Φριντζήλα
Σκηνοθεσία: Μάρθα Φριντζήλα
Μουσική, σκηνικός χώρος: Βασίλης Μαντζούκης
Σχεδιασμός φωτισμού: Felice Ross
Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αλεξιάδου
Χορογραφία: Rootlessroot – Λίντα Καπετανέα, Jozef Frucek
Κοστούμια: Ηλιάννα Σκουλάκη
Φωνητική διδασκαλία: Άντζελα Μπρούσκου
Επιστημονικός συνεργάτης: Ιωσήφ Βιβιλάκης
Σκηνοθεσία: Μάρθα Φριντζήλα
Μουσική, σκηνικός χώρος: Βασίλης Μαντζούκης
Σχεδιασμός φωτισμού: Felice Ross
Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αλεξιάδου
Χορογραφία: Rootlessroot – Λίντα Καπετανέα, Jozef Frucek
Κοστούμια: Ηλιάννα Σκουλάκη
Φωνητική διδασκαλία: Άντζελα Μπρούσκου
Επιστημονικός συνεργάτης: Ιωσήφ Βιβιλάκης
Ερμηνεύουν οι
ηθοποιοί:
Γιώργος Φριντζήλας,
Γιώργος Βουρδαμής, Άντζελα Μπρούσκου,
Αργύρης Μπακιρτζής, Παρθενόπη Μπουζούρη,
Φοίβος Συμεωνίδης, Μιχάλης Πανάδης,
Τάσος Δημητρόπουλος, Μιχάλης Τιτόπουλος
Χορός: Σταυρούλα
Παυλίκου, Κατερίνα Πατσιάνη, Νάνσυ
Σιδέρη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αλεξάνδρα
Ταβουλάρη, Αφροδίτη Κλεοβούλου, Σμαράγδα
Κάκκινου, Ντούνια Γρατσία, Ιωάννα
Νασιοπούλου, Χρυσάνθη Πίκουλα
Μουσικοί επί
σκηνής: Μάρθα Φριντζήλα (τραγούδι),
Βασίλης Μαντζούκης (ηλ. κιθάρα, tapes,
φωνητικά), Αντώνης Μαράτος (μπάσο), Νίκος
Παπαβρανούσης (τύμπανα), Κώστας
Νικολόπουλος (ηλ. κιθάρα), Πανού Μανού
(ηλ. κιθάρα, πλήκτρα, φωνητικά), Βαγγέλης
Παρασκευαῒδης (ηχοληψία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου