Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Κ. Π. Καβάφης

150 χρόνια από την γέννηση του, 80 χρόνια από τον θάνατο του. Χαρά και λύπη μαζί, όπως η ποίησή του. Ο λόγος για τον Αλεξανδρινό ποιητή, Κωνσταντίνο Πέτρου Καβάφη, ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, που πέθανε στα γενέθλια του, 29 Απριλίου.

Ο Καβάφης είναι μια από αυτές τις φυσιογνωμίες που σου μένουν στο μυαλό. Σου μένει πρώτα ως πρόσωπο, από τις φωτογραφίες και τα πορτρέτα στα βιβλία, από τα -αισχρά για την περίπτωσή του- μαθήματα λογοτεχνίας στο Λύκειο. Όχι επειδή λογοτεχνία στις μέρες μας είναι ο “κανόνας” με μια δόση ονοματοκρατίας και προσωποκρατίας: ο Σεφέρης που ήρθε στην Κύπρο, ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Ελύτης, ή ο εθνοπατέρας Παλαμάς κ.α., αλλά γιατί το πρόσωπο του είναι διαφορετικό από των υπολοίπων. Μια λύπη, νοσταλγία και ένας προβληματισμός... ένα ολόκληρο μυστήριο.

"Επάγγελμα: Ποιητής" το διαβατήριο του ποιητή, από το διαδικτυακό αρχείο του, kavafis.gr

Ο τρόπος που παρουσίαζαν το έργο του οι καθηγητές στο Λύκειο ήταν μονόπλευρος: ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος. Ακόμα και για την Ιθάκη αυτό μας έλεγαν, λες και υπάρχει σοβαρός λόγος να το εμπεδώσουμε τόσο έντονα ή -ακόμη χειρότερα- λες και είναι αξιολογικό κριτήριο της ποίησης του. Το τραγικό είναι πως δεν κάναμε κανένα ποίημα του με ερωτική θεματολογία, άρα κρίνω την πληροφορία ασήμαντη και άκαιρη. Και έμαθα αργότερα ότι για να μάθεις έναν ποιητή πραγματικά πρέπει να τον μελετήσεις και από μόνος σου.

Έχουν κιόλας γραφτεί τόσα πολλά για τον Καβάφη που ό,τι και να πω θα ακούγεται μη-επιστημονικό και χαζό... Και θα κλείσω με ένα τρόπο που πιστεύω και ο ίδιος θα ήθελε, με ένα ποίημα, τροφή για σκέψη, χωρίς -άλλα- λόγια.



Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.

Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.

Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

“Μέρες του 1908”, Τα Ποιήματα. Β' (1919-1933), Ίκαρος, Αθήνα 2009
Το έχει διαβάσει η Λαμπέτη και ο ίδιος ο Γ. Π. Σαββίδης, όπως αγαπάτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου